τραυλισμός — lisping masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλισμός — ο, ΝΜΑ [τραυλίζω] διακοπή τής χρονικής ροής τού λόγου από ασυντόνιστες κινήσεις τού μυϊκού συστήματος τής αναπνοής, τής παραγωγής τής φωνής και τής άρθρωσης τού λόγου, διαταραχή που οφείλεται σε ψυχογενή αίτια … Dictionary of Greek
τραυλισμοί — τραυλισμός lisping masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλισμοῦ — τραυλισμός lisping masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραυλισμόν — τραυλισμός lisping masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητακισμός — ο σύμπτωμα διαταραχής τού λόγου κατά το οποίο παρατηρείται τραυλισμός τού ζ ή και περισσότερων συμφώνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτα + κατάλ. κισμος, (πρβλ. ητα κισμός, ιωτα κισμός και τσιτα κισμός)] … Dictionary of Greek
ιωτακισμός — ὁ (AM ἰωτακισμός) νεοελλ. 1. το φωνολογικό φαινόμενο τής μεταγεν. και νεώτερης ελληνικής, κατά το οποίο εξομοιώθηκε η προφορά ορισμένων φωνηέντων και διφθόγγων τής αρχ. Ελληνικής (η [ē] υ [ū], ει [ĕi], ηι [ēi], οι [oi], υι [ui]) με την προφορά… … Dictionary of Greek
καππακισμός — ο μερικός τραυλισμός τού γράμματος κάππα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καππα κισμός < κάππα (ΙΙ) κατά τα ητα κισμός, ιωτα κισμός] … Dictionary of Greek
ξικισμός — ο διαταραχή τού λόγου, τραυλισμός, φυσική ανωμαλία στην προφορά τού ξ, που μερικά άτομα τό προσφέρουν παχύτερα από την κανονική προφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράμμα ξι + κατάλ. (κ)ισμός*] … Dictionary of Greek
σιγματισμός — ο, Ν [σιγματίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σιγματίζω, η χρησιμοποίηση τού γράμματος σ κατά τη γραφή 2. η συχνή επανάληψη τού γράμματος σ σε μια φράση, ώστε να υπάρχει παρήχηση, όπως λ.χ. ο στίχος στη Μήδεια τού Ευριπίδου «σέσωκά σ ὡς… … Dictionary of Greek